- ἐφείσατο
- пощадил
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἐφείσατο — ἐφίζω set upon aor ind mid 3rd sg ἐφίζω set upon aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) φείδομαι spare aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφείσαθ' — ἐφείσατε , ἐφέζομαι sit upon aor ind act 2nd pl (epic) ἐφείσατο , ἐφίζω set upon aor ind mid 3rd sg ἐφείσατε , ἐφίζω set upon aor imperat act 2nd pl ἐφείσατε , ἐφίζω set upon aor ind act 2nd pl ἐφείσατο , ἐφίζω set upon aor ind mid 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φείδομαι — ΝΜΑ 1. κάνω μέτρια και εσκεμμένη χρήση, καταναλώνω με μέτρο, διαθέτω με περίσκεψη 2. είμαι φειδωλός, κάνω οικονομία, τσιγγουνεύομαι 3. (σχετικά με πρόσ. και πραγμ.) διατηρώ σώο, αφήνω απείραχτο, λυπάμαι, ευσπλαχνίζομαι (α. «δεν φείδεται χρημάτων… … Dictionary of Greek
SPARTAE seu SPARTI — SPARTAE, seu SPARTI Graece ςπαρτοὶ, h. e. Sati, peculiari appellatione dicti sunt Dentigenae illi, qui e serpentis dentibus a Cadmo disseminatis orti credebantur. Aeschylus VII. Theb. Σωαρτῶν δ᾿ ἀπ᾿ ἀνδρῶν, ὧν Ἄρης ἐφείσατο Ῥίζωμ᾿ ἀνεῖται. κάρτα… … Hofmann J. Lexicon universale